- κανθώδης
- κανθώδης, ες,A curved, prob. in Call.Fr.204.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανθώδης — κανθώδης, ες (Α) [κανθός] κυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.) … Dictionary of Greek